επιτελίς

επιτελίς
(-ίδος) η воен. -мор. вельбот, катер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιτελίς" в других словарях:

  • επιτελίδα — η ναυτ. πλοιάριο πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά τών αξιωματικών (επιτελών) τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελής (πρβλ. ναύαρχος > ναυαρχίδα). Η λ. στον λόγιο τ. επιτελίς μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»